δακρύβρεχτος

δακρύβρεχτος
ος , ον мокрый от слёз, орошённый слезами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δακρύβρεχτος" в других словарях:

  • δακρύβρεχτος — η, ο βρεγμένος από δάκρυα, μελοδραματικός: Το έργο ήταν ένα δακρύβρεχτο μελό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δακρύβρεκτος — και δακρύβρεχτος, η, ο 1. ο βρεγμένος με δάκρυα 2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος 3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα) εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»